καλυκοφόρος

καλυκοφόρος
-α, -ο
1. (για βλήματα), που έχει κάλυκες.
2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., καλυκοφόρα γένος υδρόζωων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλυκοφόρος — ο (για βλήματα) 1. αυτός που έχει κάλυκα 2. ζωολ. τα καλυκοφόρα γένος υδροζώων, αλλ. σιφωνοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, τροχο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”